- φορμός
- ὁ, Α1. πλεκτό σκεύος, κατάλληλο κυρίως για τη μεταφορά σιτηρών2. πλεκτό κάλυμμα ή στρώμα, ψάθα3. ναυτικό ένδυμα από χοντρό πλεκτό ύφασμα4. μονάδα μέτρησης σιτηρών, ισοδύναμη σχεδόν με τον μέδιμνο5. δέσμη ξύλων, δεμάτι6. κόσκινο, κρησάρα7. παροιμ. «ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς» — δηλώνει ότι αληθινός φίλος είναι εκείνος που δίνει βοήθεια στην πιο κρίσιμη στιγμή (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φορμός, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί παρ. τού ρ. φέρω και έχει αρχική σημ. «καλάθι για μεταφορές γεννημάτων», η οποία στη συνέχεια επεκτάθηκε, με αποτέλεσμα η λ. φορμός να χρησιμοποιηθεί για τη δήλωση διαφόρων πλεκτών, ψάθινων αντικειμένων. Ανάλογη προέλευση έχουν και οι συγγενείς σημασιολογικά τ. τάλαρος* (< ρίζα *tela- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω», βλ. και λ. τάλας) και φέρνιον* (< φερνή < φέρω). Η σύνδεση τής λ. φορμός με τους τ. φάραι* ὑφαίνειν, πλέκειν και φᾶρος* «ύφασμα» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.